- διαπέτομαι
- δια - πέτομαι, aor. διέπτατο: fly through, fly away out, Od. 1.320.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
διαπέτομαι — (Α) [πέτομαι] 1. πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας 2. πετώ μακριά, εξαφανίζομαι 3. (για τη φήμη) πετώ προς όλες τις διευθύνσεις, διαδίδομαι παντού … Dictionary of Greek
διαπέτομαι — διαπέταμαι pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διίπταμαι — (Α) [ίπταμαι] 1. διαπέτομαι* 2. (για φήμη) διαδίδομαι … Dictionary of Greek
συνδιαπέτομαι — Α (αποθ.) διατρέχω πετώντας μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαπέτομαι «πετώ ανάμεσα, διατρέχω πετώντας»] … Dictionary of Greek
ԹՌՉԻՄ — (թռեայ, թռի՛ր, թռուցեալ. գտանի եւ թռեալ.) NBH 1 0823 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 12c, 14c չ. πέτομαι, πέταμαι , διαπέτομαι եւն. volo, avolo, evolo, volito. Ասի եւ ԹՌԱՆԻԼ, ԹՌՆՈՒԼ. Թռիչս առնուլ. սլանալ թեւաւորաց.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)